κάγκελο

κάγκελο
1) barreau
2) grille

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… …   Dictionary of Greek

  • κάγκελο — το (λ. λατ.), κιγκλίδωμα, κιγκλίδα: Γύρω γύρω στο μπαλκόνι υπάρχουν κάγκελα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καγκελώνω — [κάγκελο] διαχωρίζω ή περιβάλλω με κάγκελα, κιγκλιδώνω …   Dictionary of Greek

  • Rena Vlahopoulou — Infobox actor name = Rena Vlahopoulou Ρένα Βλαχοπούλου caption = birthname = Ειρήνη Βλαχοπούλου birthdate = 1923 birthplace = deathdate = 29 July 2004 deathplace = Athens, Greece restingplace = restingplacecoordinates = othername = occupation =… …   Wikipedia

  • κάγκελος — και κάγκελλος, ὁ (AM) μσν. κιγκλιδωτό κλουβί για θηρία αρχ. κιγκλίδωμα αφετηρίας σε ιπποδρόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάγκελο] …   Dictionary of Greek

  • καγκελ(λ)οειδώς — (Μ) επίρρ. καγκελωτά, σαν κάγκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καγκελ(λ)οειδής (< κάγκελ[λ]ον + ειδης)] …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • καγκελοθυρίδα — η (AM καγκελλοθυρίς) κιγκλιδωτή θυρίδα, δικτυωτή πόρτα, κν. καγκελόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάγκελο + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • καγκελωτός — ή, ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, ή, όν) [κάγκελ(λ)ον] 1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός 2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο …   Dictionary of Greek

  • μπαρμακλίκι — και παρμακλίκι το 1. κάγκελο, κιγκλίδωμα 2. μεταλλικό ή ξύλινο στήριγμα στις σκάλες τών φάρων 3. το σύνολο τών ακτίνων τροχού παλαιάς άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parmak lik] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόφρακτος — και σιδερόφρακτος και σιδερόφραχτος, η, ο, Ν 1. φραγμένος με σιδερένιο πλέγμα, με σιδερένια κάγκελα 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που φορεί σιδερένια πανοπλία ή ο βαριά οπλισμένος, πάνοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / σιδερο + φρακτός / φραχτός (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”